- προδότισσα
- η, Νβλ. προδότης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νίσος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Πανδίονα, ιδρυτής του επίνειου των Μεγάρων, Νισαία. Ήταν αδελφός του Αιγέα, του Λύκου και του Πάλλαντα. Όταν ο Μίνως είχε καταλάβει όλη τη Μεγαρίδα, ο Ν. κατέφυγε στη Νισαία. Σ’υμφωνα με τον μύθο, καθώς τα… … Dictionary of Greek
προδότης — ο, ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. προδοτής, και θηλ. τ. προδότρια και προδότρα και προδότισσα, Ν, και θηλ. τ. προδότις, ιδος, Α [προδίδωμι] 1. αυτός που αθετεί όρκο ή ηθική αρχή ή υποχρέωση (α. «προδότης τού αγώνα» β. «προδότης τών ὅρκων», Λυσ.) 2. αυτός … Dictionary of Greek